Ανασκαφές
Η κατασκευή νέου ανισόπεδου κόμβου στον Σταυρό Αγίας Παρασκευής και η ανάγκη διαπλάτυνσης της λεωφόρου Μεσογείων στο ύψος του ναού της Αγίας Θέκλας, οδήγησαν στην ανάγκη μετακίνησης του ναού περί τα 11.50μ. βορειότερα. Προηγήθηκε διεξοδική ανασκαφική έρευνα βόρεια και ανατολικά του μνημείου, στο χώρο της νέας του θέσης, διερευνήθηκε το εσωτερικό του, ενώ παράλληλα με τις εργασίες περίδεσης του ναού και την τελική μετακίνηση του, η έρευνα επεκτάθηκε δυτικά του ναού και αργότερα στο χώρο θεμελίωσής του. Η ανασκαφική έρευνα διενεργήθηκε υπό την εποπτεία της 1ης ΕΒΑ και με χρηματοδότηση του ΥΠΕΧΩΔΕ και της Κοινοπραξίας «Απική Οδός», από τον Οκτώβριο του 2001 μέχρι το Νοέμβριο του 2002, σε χώρο έκτασης 900 τ.μ.
Η κατασκευή νέου ανισόπεδου κόμβου στον Σταυρό Αγίας Παρασκευής και η ανάγκη διαπλάτυνσης της λεωφόρου Μεσογείων στο ύψος του ναού της Αγίας Θέκλας, οδήγησαν στην ανάγκη μετακίνησης του ναού περί τα 11.50μ. βορειότερα. Προηγήθηκε διεξοδική ανασκαφική έρευνα βόρεια και ανατολικά του μνημείου, στο χώρο της νέας του θέσης, διερευνήθηκε το εσωτερικό του, ενώ παράλληλα με τις εργασίες περίδεσης του ναού και την τελική μετακίνηση του, η έρευνα επεκτάθηκε δυτικά του ναού και αργότερα στο χώρο θεμελίωσής του (σχέδιο 1).
Η ανασκαφική έρευνα διενεργήθηκε υπό την εποπτεία της 1ης ΕΒΑ και με χρηματοδότηση του ΥΠΕΧΩΔΕ και της Κοινοπραξίας «Απική Οδός», από τον Οκτώβριο του 2001 μέχρι το Νοέμβριο του 2002, σε χώρο έκτασης 900 τ.μ. Την ανασκαφή επέβλεψε η αρχαιολόγος της 1 ης ΕΒΑ Αικατερίνη Παντελίδου και συνεργάσθηκαν αρχικά η αρχαιολόγος Ειρήνη Σκιαδαρέση και στη συνέχεια η αρχαιολόγος Ελευθερία Ζαγκουδάκη.
Η ανασκαφική έρευνα διενεργήθηκε υπό την εποπτεία της 1ης ΕΒΑ και με χρηματοδότηση του ΥΠΕΧΩΔΕ και της Κοινοπραξίας «Απική Οδός», από τον Οκτώβριο του 2001 μέχρι το Νοέμβριο του 2002, σε χώρο έκτασης 900 τ.μ. Την ανασκαφή επέβλεψε η αρχαιολόγος της 1 ης ΕΒΑ Αικατερίνη Παντελίδου και συνεργάσθηκαν αρχικά η αρχαιολόγος Ειρήνη Σκιαδαρέση και στη συνέχεια η αρχαιολόγος Ελευθερία Ζαγκουδάκη.
Ο ναός σχετίζεται με τη Μονή του Αγίου Ιωάννου Κυνηγού, σημαντικό μοναστικό κέντρο σε πρόβουνο της δυτικής πλευράς του Υμηπού, το καθολικό της οποίας ανάγεται στις αρχές του 13ου αϊ. Αυτό συνάγεται από το οδόσημο που τοποθετήθηκε το 1238 βόρεια της λεωφόρου Μεσογείων (σημερινή οδός Αγίας Θέκλας) για να σηματοδοτήσει τη σύνδεση της πεδιάδας των Αθηνών με την πεδιάδα των Μεσογείων.
Πρόκειται για το κιόνιο του μοναχού Νεοφύτου, αρράβδωτο κίονα από πεντελικό μάρμαρο, σωζόμενου ύψους 5μ. και διαμέτρου 0.48μ., που απέληγε σε σύμφυτο σταυρό, ο οποίος δεν σώζεται, και φέρει εγχάρακτη επιγραφή και χρονολογία 1238 (εικ. 1):
Ζητείς μαθήν όδιτα τόνδε τον τρόπον
αρχήν αποσκόπευσον αυτού καί τέλος. Και τις ο τούτον τερματώσας εκ πόθου;
Νεόφυτος τούνομα λάτρης Κυρίου
αίτησον αύτώ ψυχικήν σωτηρίαν,
όστις ποτ' αν ή καί παριών ενθάδε
Ο Νεόφυτος Φιλόσοφος αναφέρεται στην επιστολή του Μητροπολίτη των Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη, το 1209 ως διάδοχος του μοναχού Λουκά, ηγουμένου της Μονής του Αγίου Ιωάννου Κυνηγού των Φιλοσόφων.
Στο χάρτη των E. Curtius και J. Kaupert (1881), ο ναός της Αγ. Θέκλας χαρακτηρίζεται ως «ερείπια παρεκκλησίου» (Ruine einer Kapelle), προσδιορίζεται η αρχική θέση του κιονίου του Νεοφύτου ως «κίονας με βυζαντινή επιγραφή» (Saule mit byzant, Inschrift) και η Μονή του Αγίου Ιωάννου Κυνηγού ως «εγκαταλελειμμένη μονή» (Verlassenes Kloster) (σχέδιο 2)
Ο ναός της Αγίας Θέκλας, κηρυγμένος ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο, μεταβυζαντινών χρόνων και χρονολογημένος από τον Αναστάσιο Ορλάνδο στο 16ο - 17ο αι, παραδόθηκε στις μέρες μας με τη μορφή μονόκλιτης, ξυλόστεγης βασιλικής, τετράγωνης κάτοψης, διαστάσεων 6Χ6.20μ. με μεγάλη ημικυκλική αψίδα ανατολικά. Κατά τις ερευνητικές εργασίες προέκυψαν νέα δεδομένο για τον αρχιτεκτονικό τύπο του ναού, ο οποίος διαπιστώθηκε ότι αρχικά ήταν σταυροειδής εγγεγραμμενος με τρούλο, απλός τετρακιόνιος, και χρονολογείται στο γύρισμα του 12ου προς τον 13ο αι. Το στοιχείο που οδηγεί σ' αυτό το συμπέρασμα είναι δύο ορύγματα στην κιμηλιά, που αποκαλύφθηκαν στο εσωτερικό του ναού, δυτικά και στον άξονα των δύο εντοιχισμένων στο τέμπλο κιόνων, οι οποίοι θεμελιώνονται σε αντίστοιχα ορύγματα χωρίς παρεμβολή θεμελίου. Στη χρονολόγηση του συνηγορεί η τοιχοποιία του κατά το ατελές ψευδοπλινθο-περίκλειστο σύστημα, με διπλές ή μονές οριζόντιες σειρές πλίνθων και χρήση μεγάλων λιθοπλίνθων που μιμούνται ορθοστάτες στις γωνίες, καθώς και η μορφή των παραθύρων. Το παράθυρο της αψίδας του Ιερού Βήματος, μονόλοβο, περιβάλλεται με πλίνθινο τόξο που φθάνει μέχρι το μέσον του ύψους του, το παράθυρο της νότιας όψης, αρχικά δίλοβο, που περικλείεται από ευρύτερο πλίνθινο τόξο, μετατράπηκε σε μονόλοβο, και επιστέφεται με χαμηλωμένο τόξο από συμπαγείς πλίνθους, χαρακτηριστική επέμβαση του τέλους του 19ου αι. Συγχρόνως έγιναν και εκτεταμένες συμπληρώσεις με αμελή τοιχοποιία από μικρούς λίθους και πλίνθους, που διακρίνονται σαφώς στις όψεις, κυρίως στη δυτική και στην ανατολική, οτα άνω τμήματα των τοίχων και στα περιθυρώματα. Η βόρεια θύρα του ναού διανοίχθηκε σχετικά πρόσφατα, όπως προκύπτει από τη χρήση διάτρητων πλίνθων στους λαμπάδες, ενώ από μετρήσεις συμπεραίνουμε ότι τη θέση της καταλάμβανε πεσσόμορφο αρχιτεκτονικό μέλος, που εκτίθεται στον αύλειο χώρο. Το είδος της επέμβασης στο νότιο παράθυρο οδηγεί στο συμπέρεσμα ότι ο ναός της Αγίας Θέκλας επισκευάσθηκε μετά την καταγραφή του, ως ερείπιο, από τους E. Curtius και J. Kaupert το 1881 και μετατράπηκε σε μονόκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, τύπο απλούστερο αρχιτεκτονικά από τον αρχικό στραυοειδή τρουλαίο (σχέδιο 3). Στον αύλειο χώρο του ναού είχαν συγκεντρωθεί από παλαιότερα spolia παλαιοχριστιανικών χρόνων. Μετά την αφαίρεση των νεωτερικών εξωτερικών και εσωτερικών επιχρισμάτων του ναού, καθώς και του δαπέδου από τσιμεντοπλακίδια, ήλθε στο φως το αρχικό δάπεδο, που σώζεται μόνο στο Ιερό Βήμα, ενώ κατάλοιπα υποστρώματος του εντοπίστηκαν στη νοτιοδυτική και νοτιοανατολική γωνία του κυρίως ναού. Αποτελείται ημικατεργασμένες μαρμάρινες ορθογώνιες πλάκες χωρίς συγκεκριμένη διάταξη, συμπληρώσεις από πλίνθους και τμήματα παλαιοχριστιανικών θωρακίων σε δεύτερη χρήση, με αξιολογότερο τμήμα θωρακίου του 5ου αι, που είχε τοποθετηθεί ανεστραμμένο στην όψη του σώζεται τμήμα ανάγλυφης διακόσμησης σταυρού εγγεγραμμένου σε κύκλο (εικ. 2]. Το κατώφλι της Ωραίας Πύλης αποτελείται από δύο μεγάλους κατεργασμένους μαρμάρινους δόμους. Το κατώφλι της Ι. Πρόθεσης αποτελείται από το άνω τμήμα επιτύμβιας στήλης κλασσικών χρόνων με την επιγραφή ΠΥΘΟΚΛΗΣ. Επιθήματα παλαιοχριστιανικών χρόνων σε δεύτερη χρήση στέφουν τους εντοιχισμένους στο τέμπλο ανατολικούς κίονες του ναού (εκ. 3), ενώ η Αγία Τράπεζα αποτελείται από τμήμα ιωνικού κίονα και επίθημα παλαιοχριστιανικών χρόνων (εικ. 4). Στο χώρο βόρεια και βορειοδυτικά του ναού εντοπίσθηκε εκτεταμένο νεκροταφείο χριστιανικών χρόνων με ενδείξεις χρήσης του σε τρεις τουλάχιστον φάσεις. Αποκαλύφθηκαν συνολικά είκοσι τάφοι (εικ. 5). Στην πρωιμότερη εντάσσονται τρεις πλινθόκτιστοι κιβωτιόσχημοι τάφοι (Τ10, Τ11, Τ16), ένας εκ των οποίων (ΤΙ6) έσωζε μικρό τμήμα της εκφορικής στέγασης και κεραμίδα ως προσκεφάλαιο του νεκρού. Δυστυχώς η διερεύνηση τους, καθώς και οι τρεις βρέθηκαν ακάλυπτοι και κενοί, δεν έφερε στο φως στοιχεία που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη χρονολόγηση τους• ειδικότερα οι τάφοι Τ10 και Τ11 καταστράφηκαν κατά το μεγαλύτερο τμήμα τους από σύγχρονο όρυγμα για την τοποθέτηση αγωγού της ΔΕΗ.
Την κοιμητηριακή χρήση του χώρου συμπληρώνουν επτά λακκοειδείς τάφοι (ΤΙ, Τ2, Τ3, Τ4, Τ6, Τ13, Τ14), τρεις επιφανειακές ταφές (Τ9, Τ12, Τ18), ένας πλινθόκτιστος ελλειψοειδής (Τ5), ένας κτιστός κιβωτιόσχημος (Τ15) με ενδείξεις ανακομιδής τριών ταφών, στα νότια της εισόδου του ναού, και σε επαφή με τη θεμελίωσή του, και τρεις καλυβίτες (Τ7, Τ17, Τ19). Όλοι οι τάφοι, με εξαίρεση τους καλυβίτες, βρέθηκαν παραβιασμένοι και χωρίς την κάλυψη τους. Η διερεύνηση τους απέδωσε ελάχιστα στοιχεία που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη χρονολόγηση τους. Πλουσιότερα ήταν τα ευρήματα από τον επιφανειακό τάφο Τ12, που συμπεριλάμβαναν δύο λεπτά χάλκινα ενώτια υστεροβυζαντινών χρόνων, εκ των οποίων το ένα στρεπτό, ένα χάλκινο κρινάνθεμο εποχής φραγκοκρατίας με δακτύλιο ανάρτησης, διακοσμητικό στοιχείο, και δύο ανώνυμες φόλλεις μεσοβυζανπνής περιόδου (969-1081), με οπή στην παρυφή, για την ανάρτηση τους σαν ενώτια ή σε περιδέραιο (εικ. 6), γεγονός που συνηγορεί υπέρ της τοποθέτησης της ταφής σε αρκετά μεταγενέστερη των νομισμάτων φάση, καθώς η χρήση τους ως κοσμημάτων θα πρέπει να προέκυψε μετά την κατάργηση της κυκλοφορίας τους, που διαρκούσε πολλές δεκαετίες μετά το χρόνο κοπής τους.
Τα υπόλοιπα ευρήματα που συλλέχθηκαν από το εσωτερικό, των τάφων περιλαμβάνουν ένα σιδερένιο έλασμα από τον τάφο Τ16, τμήμα χάλκινου σταυρού με οπές στα άκρα των κεραιών, πιθανότατα από τη διακόσμηση του κιβωρίου, από τον τάφο Τ15 νότια της εισόδου του ναού, τμήμα σταμνίου 13ου αιώνα που κάλυπτε το κρανίο του νεκρού του τάφου 2, και ένα πολύ φθαρμένο μισό τεταρτηρό του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180), άγνωστης ελλαδικής κοπής, από το εσωτερικό του τάφου Τ19. Το συγκεκριμένο νόμισμα συνιστά και το μοναδικό ασφαλές στοιχείο χρονολόγησης, καθώς ο τάφος είναι ένας από τους τρεις που βρέθηκαν σφραγισμένοι, και ανάγεται στη δεύτερη φάση χρήσης του νεκροταφείου στα τέλη του 12ου, αρχές 13ου αι.
Τέλος, εντοπίσθηκαν και δύο σύγχρονες ταφές (Τ8, Τ20) απευθείας, στο χώμα, που ταυτίζονται με ταφές ανταρτών κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, οπότε ο περιβάλλων χώρος της Αγίας Θέκλας είχε μετατραπεί σε κοιμητήριο. Οι συγκεκριμένες ταφές είναι οι μόνες που παρέμειναν στο χώρο μετά την εκταφή των υπολοίπων κατά τη δεκαετία του 1960. Πρόσφατα τα οστά αναζητήθηκαν από τους οικείους τους στους οποίους και παραδόθηκαν.
Βόρεια του ναού αποκαλύφθηκε κοίτη ρέματος που διέτρεχε το χώρο με κατεύθυνση ΒΔ-ΝΑ και κατέληγε ανατολικά του ναού στη σημερινή λεωφόρο Μεσογείων. Δύο λιθόκτιστα τοιχία (Τχ1 και Τχ2) που διαμορφώνουν γωνία κατασκευάζονται κάθετα στο ρέμα όταν αυτό στερεύει και ορίζουν χώρο με εκτεταμένο λιθόστρωτο (εικ.7) που προφανώς είχε διαμορφωθεί με σκοπό την εξομάλυνση - εξυγίανση της παλαιάς κοίτης, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, όπως μαρτυρούν τρία ασημοχάλκινα δηνάρια - τορνήσια και ένα χάλκινο νόμισμα Κορίνθου άγνωστης ονομασίας, του Γουλιέλμου Β' Βιλλεαρδουίνου, χρονολογούμενα από το 1258 έως το 1278, που βρέθηκαν στο χώρο (εικ.8). Σήμερα το λιθόστρωτο έχει μερικώς καταστραφεί από τη διέλευση σύγχρονου αγωγού ύδρευσης.
Δυτικά του ναού αποκαλύφθηκε αποθηκευτικός χώρος αγροτικών προϊόντων, σχετιζόμενος με το ναό. Συγκεκριμένα αποκαλύφθηκε κτιστή πιθόσχημη δεξαμενή μεγάλων διαστάσεων και εξαιρετικά επιμελημένης κατασκευής με περιχείλωμα από αργούς λίθους, η οποία βρέθηκε καλυμμένη, αλλά κενή στο εσωτερικό, καθώς και οκτώ αποθηκευτικοί πίθοι, επτά από τους οποίους (Α.Π. 2-7) εντοπίσθηκαν στο χώρο δυτικά (εικ. 9) και ένας (ΑΠ. 1) στο χώρο βόρεια του ναού. Όλοι ήταν εμπηγμένοι σε ισχυρό κονίαμα και έφεραν εξωτερικά επικολλημένα κεραμεικά θραύσματα για την ενίσχυση ,των τοιχωμάτων τους με εξαίρεση ένα μικρό πίθο σφαιρικού σχήματος (Α.Π. 5), περιμετρικά από το στόμιο του οποίου ο χώρος είχε διαμορφωθεί με επίστρωση κονιάματος και αργούς λίθους. Η χρήση του χώρου , ως αποθηκευτικού συγκροτήματος αγροτικών προϊόντων τουλάχιστον κατά τον 12ο - 14ο αιώνα προκύπτει από τα ανασκαφικά δεδομένα. Η εικόνα ενισχύεται από τη χρήση εφυαλωμένων οστράκων στα τοιχώματα του αποθηκευτικού πίθου 7, ο οποίος βρέθηκε σε κακή κατάσταση διατήρησης. Πρόκειται για δύο θραύσματα πινακίων που σώζουν τμήμα παράστασης λαγού σε μετάλλιο (εικ. 11), αποδιδόμενα με την επιπεδόγλυφη τεχνική, χρονολογούμενα στο Β΄ μισό του 12ου - αρχές 13ου αιώνα, και ένα θραύσμα με αδρεγχάρακτη διακόσμηση πλοχμών και ρόμβων, που χρονολογείται στο 13ο αιώνα (εικ. 10, α-β). Με τη φάση αυτή συνδέονται τέσσερα λιθόκτιστα τοιχία (Τχ6, Τχ8, Τχ9, Τχ11), αποσπασματικά σωζόμενα, που εδράζονται στο φυσικό βράχο, και φαίνεται ότι οριοθετούσαν τους επιμέρους χώρους του συγκροτήματος. Τρία ακόμη τοιχία ανάλογης κατασκευής που εντοπίσθηκαν (Τχ7, Τχ10 και Τχ12) μαρτυρούν τη συνέχιση της χρήσης του χώρου κατά τους μεταγενέστερους χρόνους, όπως προκύπτει από την έδρασή τους στο έδαφος, σε πολύ μικρότερο βάθος από αυτό της προγενέστερης φάσης, καθώς και το γεγονός ότι τμήμα του τοιχίου Τχ10 έχει εδραστεί επάνω στο περιχείλωμα του αποθηκευτικού πίθου 5.
Τέλος, στο χώρο αμέσως δυτικά του ναού αποκαλύφθηκε η παλαιά κλίμακα ανόδου στο προαύλιο, καθώς και μικρό τμήμα της παλαιότερης πλακόστρωσης, με ενσωματωμένο σε β' χρήση μαρμάρινο όρο κλασσικών χρόνων, με την επιγραφή [0]ΡΟΣ / [Χ]ΩΡΙΟΥ / ΜΝΗΜΑΤΟΣ, δηλωτικό ύπαρξης νεκροταφείου. Κατά τις ανασκαφικές εργασίες συλλέχθηκε μεγάλη ποσότητα αβαφούς, και εμφυαλωμένης κεραμεικής, ως επί το πλείστον μεσοβυζαντινών και υστεροβυζαντινών χρόνων, ενώ, εκτός από τα προερχόμενα από τους τάφους ευρήματα που προαναφέρθηκαν, συλλέχθηκαν τμήμα χάλκινης πόρπης, χάλκινο ενώτιο υστερορρωμαϊκών χρόνων, χάλκινος δακτύλιος, καθώς και είκοσι επτά ακόμη νομίσματα (εικ. 6, 8,12), με σημαντικότερο το χρυσό υπέρπυρο του Ιωάννη Β' Κομνηνού (1118-1143), που βρέθηκε επιφανειακά, σε μικρή απόσταση από τη βόρεια είσοδο του ναού (εικ.13).
Η μετακίνηση του μνημείου πραγματοποιήθηκε ύστερα από γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και σύμφωνα με τη μελέτη του αρχιτέκτονα Δημητρίου Κορρέ που περιελάμβανε τη στερέωση και αποκατάσταση του ναού, καθώς και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου του (εικ. 14).
Πραγματοποιήθηκε σειρά εργασιών στο ναό, όπως έμφραξη ρωγμών, αρμολόγημα της τοιχοποιίας, αποκατάσταση θυρών και παραθύρων, ανακατασκευή δαπέδου, καθαρισμός και ανάδειξη των κιόνων και των παλαιοχριστιανικών επιθημάτων στο τέμπλο. Παράλληλα διαμορφώθηκε ο περιβάλλων χώρος του μνημείου σύμφωνα με τις νέες ανάγκες που προέκυψαν. Κατασκευάστηκε ράμπα πρόσβασης, νέο κωδωνοστάσιο δυτικά, ενώ εκτίθενται σε νέα θέση τρεις από τους πίθους και η αποθηκευτική δεξαμενή, που ήρθαν στο φως κατά την ανασκαφή. Το κιόνιο του Νεοφύτου αποσπάσθηκε από την αυλή παρακείμενης οικίας όπου είχε τοποθετηθεί στο παρελθόν καθώς και πέντε πυθάρια που προέκυψαν από την ανασκαφή και εκτίθενται νοτιοδυτικά του ναού της Αγίας Θέκλας.
ΥΣΤΕΡΟΡΡΩΜΑΪΚΟ ΚΤΙΣΜΑ ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ
Στη συμβολή της λεωφόρου Μεσογείων με την οδό Αγίας Θέκλας, μέσα στη γειτονιά «Πευκάκια» στο Σταυρό Αγίας Παρασκευής, η αρχαιολογική έρευνα εντόπισε εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά λείψανα αρχαίου, κτίσματος (σχέδιο 1), το οποίο κρίθηκε αρκούντως σημαντικό ώστε να διατηρηθεί ορατό, μετά τη μετακίνηση του σε παρακείμενη δέση λόγω της διαπλάτυνσης της λεωφόρου Μεσογείων.
Το κτίσμα που αποκαλύφθηκε έχει κάτοψη σχήματος «Π» και η μέγιστη διάσταση του έχει κατεύθυνση από δύση προς ανατολή. Αποτελείται από τρεις ισχυρούς τοίχους, ύψους τριών μέτρων και πλάτους ενός μέτρου έκαστος, των οποίων η τοιχοποιία συνίσταται από ογκόλιθους, αδρά επεξεργασμένους, ανάμεσα στους οποίους σφηνώνονται μικρότεροι λίθοι. Τους τρεις τοίχους ενισχύουν εξωτερικά πέντε αντηρίδες, μία από τις οποίες στηρίζει τον ανατολικό τοίχο, μία τον δυτικό τοίχο και τρεις τον βόρειο. Στον τελευταίο εφάπτεται εξωτερικά λιθόκτιστη ορθογώνια δεξαμενή, εσωτερικών διαστάσεων 1.20X0.60 μ. Αυτή φέρει επίπεδο λιθόκτιστο δάπεδο και δύο κυκλικής διατομής σωληνόσχημους μολύβδινους αγωγούς, οι οποίοι καταλήγουν στο εσωτερικό του ευρύτερου κτίσματος. Στα τοιχώματα της εντοπίστηκαν εσοχές κατάλληλα διαμορφωμένες για την κατάβαση στο εσωτερικό της δεξαμενής (;). Η πρόσβαση εκεί μάλλον αποσκοπούσε στον καθαρισμό της. Επιπλέον, στην εσωτερική γωνία που δημιουργούν ο βόρειος και ο δυτικός τοίχος του κτίσματος σχήματος «Π», αποκαλύφθηκε κατασκευή κυκλικού σχήματος (εικ. 2), λιθόκτιστη στο κάτω τμήμα της και πλινθόκτιστη στο άνω, επιχρισμένη στο εσωτερικό της με ασβεστοκονίαμα. Στο νοτιοανατολικό τμήμα της κατασκευής αυτής ανοίγεται επιμελημένη πλινθόκτιστη είσοδος αψιδωτού σχήματος (εικ.1). Βόρεια της εισόδου βρέθηκε μεγάλη, πήλινη λεκάνη στερεωμένη επάνω σε μικρού μεγέθους αργούς λίθους.
Κατά την ανασκαφική έρευνα του χώρου βρέθηκε χάλκινο νόμισμα και περισυνελέγησαν κυρίως θραύσματα κεράμων και αποθηκευτικών πίθων, όστρακα αβαφών αγγείων (στάμνοι, αμφορείς, κυψέλες), τμήματα λύχνων, καθώς και λίγα όστρακα γυάλινων αγγείων. Το σύνολο της κεραμεικής χρονολογείται στους υστερορρωμαϊκούς χρόνους (β' μισό του 3ου αιώνα μ.Χ.), εποχή στην οποία εντάσσεται και η κατασκευή του κτίσματος. Το κτίσμα σχήματος «Π» πιθανόν να αποτελεί το κατώτερο τμήμα οχυρωματικού πύργου ορθογωνίου σχήματος, το νότιο τμήμα του οποίου πρέπει να καταστράφηκε κατά την κατασκευή της λεωφόρου Μεσογείων. Η άποψη όμως αυτή εκφράζεται με κάθε επιφύλαξη, καθώς, εξαιτίας των λιγοστών κινητών ευρημάτων, η ταύτιση του κτίσματος είναι δυσχερής. Μια άλλη άποψη θέλει το κτίσμα αυτό να είναι μια μεγάλη δεξαμενή!;) (όμοιες κατασκευές έχουν αποκαλυφθεί σε διάφορες θέσεις της Αττικής). Το πρόβλημα με αυτή την ερμηνεία όμως ευρίσκεται στο γεγονός ότι από το εσωτερικό του κτίσματος λείπουν εντελώς τα επιχρίσματα που θα καθιστούσαν τους τοίχους αδιαπέρατους από το νερό. θα πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε ότι, εάν το κτίσμα προοριζόταν για δεξαμενή, δεν αποπερατώθηκε ούτε χρησιμοποιήθηκε ποτέ ως τέτοια. Εν πάση περιπτώσει, η ύπαρξη φυσικού βραχοχώματος εξωτερικά των τοίχων, καθώς και η εξωτερικά προσαρτημένη σε αυτό μικρή δεξαμενή, δείχνουν πως το σωζόμενο κτίσμα ήταν υπόγειο. Η κυκλικού σχήματος εσωτερική κατασκευή (μάλλον κεραμεικός κλίβανος) είναι κακώς προσαρμοσμένη στους κυρίως τοίχους και είναι δυνατόν να είναι μεταγενέστερη του υπολοίπου κτίσματος.
Η κεραμεική χρονολογεί το κτίσμα στους ίδιους ακριβώς χρόνους που κατασκευάζεται το Ουαλεριάνειο τείχος των Αθηνών (πριν από το 260 μ.Χ.), αλλά και η Αττική δοκιμάζεται από την επιδρομή των Ερούλων (267). Είναι φυσικό, σε περιόδους κρίσης (όπως αυτή του 3ου αιώνα μ.Χ.), το πέρασμα, μεταξύ των αντερεισμάτων της Πεντέλης και του Υμηττού, που οδηγούσε από και προς την πόλη των Αθηνών, να ελέγχεται με οχυρώσεις που προστατεύουν, αλλά και συνάμα απαγορεύουν τη χρήση της οδικής αρτηρίας. Άλλωστε, τα οχυρωματικά έργα σε μία πόλη σπάνια περιορίζονται στα καθεαυτά τείχη, άλλα επεκτείνονται σε πλήθος δευτερευόντων οχυρωματων που λειτουργούν ως παρατηρητήρια, αλλά και ως καταφύγια, κατά τη διάρκεια επιδρομών.
Τέτοιας φύσης φαίνεται πως μάλλον είναι το συγκεκριμένο ρωμαϊκό κτίσμα, που με τον εντυπωσιακό όγκο του αποτελεί τοπογραφικό σημείο αναφοράς μαζί με τον μεταγενέστερο κοντινό χριστιανικό ναό της Αγίας Θέκλας.